- μασουρίζω
- και μασουριάζω [μασούρι]1. τυλίγω νήμα σε μασούρι, πηνίζω, καρουλιάζω2. αποταμιεύω χρήματα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μασουρίζω — μασούρισα, τυλίγω το νήμα στο μασούρι: Μασούρισα την κλωστή για να μην μπερδευτεί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αμασούριστος — η, ο [μασουρίζω] ο αμασούριαστος … Dictionary of Greek
καλαμίζω — (Α καλαμίζω) [κάλαμος] νεοελλ. 1. ξετυλίγοντας το νήμα από την ανέμη τό περιτυλίγω στα καλάμια, δηλ. στα μασούρια, πηνίζω, μασουρίζω 2. μαζεύω τα καλάμια τών σταχιών αρχ. φυσώ τον κάλαμο, παίζω αυλό κατασκευασμένο από καλάμι … Dictionary of Greek
μασούρισμα — και μασούριασμα, το [μασουρίζω] 1. το τύλιγμα νήματος σε μασούρι, το καρούλιασμα 2. αποταμίευση χρημάτων … Dictionary of Greek
πηνίζομαι — και δωρ. τ. πανίσδομαι και μτγν ενεργ τ. πηνίζω Α [πήνη] 1. τυλίγω νήμα από το κουβάρι στο πηνίο, στο μασούρι τής σαΐτας, μασουρίζω 2. ξετυλίγω («οὔτε τις ἐν ταλάρῳ πανίσδεται ἔργα τοιαῡτα», Θεόκρ.) … Dictionary of Greek